- εξώτερος
- η , ο [α, ον]1) внешний, наружный; 2) более отдалённый;
§ τό πυρ ( — или τό σκότος) το εξώτερον — преисподняя, ад
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τό πυρ ( — или τό σκότος) το εξώτερον — преисподняя, ад
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξώτερος — more outside masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξώτερος — η, ο επίρρ. α (συγκρ. από το επίρρ. έξω) 1. που είναι πιο έξω, που βρίσκεται περισσότερο προς τα έξω, ο πιο έξω. 2. εξωτικός. 3. το αρσ. ως ουσ., εξώτερος ο διάβολος, ο σατανάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξωτέρω — ἐξώτερος more outside masc/neut nom/voc/acc dual ἐξώτερος more outside masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐξωτέρω more outside irreg̱comp indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέρων — ἐξώτερος more outside fem gen pl ἐξώτερος more outside masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέρως — ἐξώτερος more outside adverbial ἐξώτερος more outside masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώτερον — ἐξώτερος more outside masc acc sg ἐξώτερος more outside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέραις — ἐξώτερος more outside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέροις — ἐξώτερος more outside masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέρου — ἐξώτερος more outside masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέρους — ἐξώτερος more outside masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέρῳ — ἐξώτερος more outside masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)